παραβλαστική

παραβλαστική
παραβλαστικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καυλέρπη — (Caulerpa). Γένος χλωροφυκών, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 70 είδη των τροπικών θαλασσών, από τα οποία ελάχιστα συναντώνται στη Μεσόγειο θάλασσα. Γενικά εμφανίζονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις πυθμένες των ρηχών νερών. Ο θαλλός τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”